τηλικαύτην

τηλικαύτην
τηλικοῦτος
of such an age
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Карникс — лат. Carnyx …   Википедия

  • OLYNTHUS — urbs Macedoniae, seu Thraciae, cui a Xenophonte attribuitur, quondam maxima, inter Athon montem et Pallenen urbem a Mecybernâ oppid. 20. stad. teste Suidâ. in Sithonia regione. Rebus omnibus aucta et ornata, quemadmodum de ea, intertia Verrina,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταρράκτης — I (Γεωλ.). Πτώση, μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, της υδάτινης μάζας ενός ποταμού ή χειμάρρου στα σημεία εκείνα της διαδρομής του όπου υπάρχει αισθητά απότομη υψομετρική διαφορά στην κοίτη. Ο σχηματισμός ενός κ. οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες.… …   Dictionary of Greek

  • τηλικούτος — τηλικαύτη, τηλικοῡτον, Α 1. τέτοιας ηλικίας, τηλικόσδε* (α. «διδάσκεσθαι βαρὺ τῷ τηλικούτῳ», Αισχύλ. β. «ὅν, εἰ καὶ τηλικοῡτον ὄντα ἀπεκτείνατε», Λυσ.) 2. τόσο μεγάλος, ως προς το μέγεθος, το ποσόν ή την αξία (α. «ἡ τηλικαύτη ἀρχή», Πλάτ. β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”